- ἀγαπητικοῦ
- ἀγαπητικόςaffectionatemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγαπητικού Αγίου, σπήλαιο — Μικρή σπηλιά λαξεμένη σε βράχο στην επαρχία Πάφου της Κύπρου. Βρίσκεται στη θέση Πέτρα του Διγενή και περιλαμβάνεται στα παλαιοχριστιανικά μνημεία του νησιού. Στο εσωτερικό της διακρίνεται ένας τάφος. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, στη σπηλιά αυτή… … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek